- εκμηκύνω
- ἐκμηκύνω (Α)1. εκτείνω σε όλο το μήκος2. (για χρόνο) αυξάνω τη διάρκεια3. (για λόγο) μιλώ διεξοδικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκμηκυνθεῖσι — ἐκμηκύνω aor part pass masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκμηκυνθείσης — ἐκμηκύνω aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκμηκυνθησομένην — ἐκμηκύνω fut part pass fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκμηκυνθῇ — ἐκμηκύνω aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκμηκύνει — ἐκμηκύ̱νει , ἐκμηκύνω aor subj act 3rd sg (epic) ἐκμηκύ̱νει , ἐκμηκύνω pres ind mp 2nd sg ἐκμηκύ̱νει , ἐκμηκύνω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκμηκύνεται — ἐκμηκύ̱νεται , ἐκμηκύνω aor subj mid 3rd sg (epic) ἐκμηκύ̱νεται , ἐκμηκύνω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξ — (I) (AM ἐξ) πρόθ. 1. ο πλήρης τύπος τής πρόθ. εκ* ([εκς>εξ], όπως π.χ. εκ[ς] Κορίνθου > εκ Κορίνθου με αποβολή τού ς μεταξύ δύο συμφώνων) μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν είτε «εν συντάξει» είτε «εν συνθέσει», από («εξ αγοράς»… … Dictionary of Greek
ἐκμηκυνομένη — ἐκμηκῡνομένη , ἐκμηκύνω pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκμηκυνομένης — ἐκμηκῡνομένης , ἐκμηκύνω pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκμηκύναντας — ἐκμηκύ̱ναντας , ἐκμηκύνω aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)